-
1 ευοφθαλμότερος
-
2 εὐοφθαλμότερος
См. также в других словарях:
εὐοφθαλμότερος — εὐόφθαλμος with beautiful eyes masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευοφθαλμότερος
2 εὐοφθαλμότερος
εὐοφθαλμότερος — εὐόφθαλμος with beautiful eyes masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)