-
1 ευοφθαλμότεροι
-
2 εὐοφθαλμότεροι
См. также в других словарях:
εὐοφθαλμότεροι — εὐόφθαλμος with beautiful eyes masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποχρίω — ΜΑ [χρίω] αλείφω αποκάτω ή λίγο αρχ. (ενεργ. και μέσ.) ψιμυθιώνω, φτιασιδώνω τα κάτω από τους οφθαλμούς μέρη («ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοντο ἢ εἰσι», Ξεν.) … Dictionary of Greek