-
1 ευορκια
ἡ верность клятве Pind. -
2 ευορκία
η1) верность клятве, обещаниям, долгу; 2) клятвенное подтверждение истины, правды; 3) добросовестность
См. также в других словарях:
εὐορκία — εὐορκίᾱ , εὐορκία oaths taken with a good conscience fem nom/voc/acc dual εὐορκίᾱ , εὐορκία oaths taken with a good conscience fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐορκίᾳ — εὐορκίαι , εὐορκία oaths taken with a good conscience fem nom/voc pl εὐορκίᾱͅ , εὐορκία oaths taken with a good conscience fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευορκία — η (ΑΜ εὐορκία) [εύορκος] η πιστή τήρηση τού όρκου νεοελλ. 1. ο αληθινός όρκος, το να λέει κάποιος την αλήθεια σε ένορκη διαβεβαίωση 2. ευσυνειδησία πληθ. αἱ εὐορκίαι οι όρκοι που δίνονται με καθαρή συνείδηση … Dictionary of Greek
εὐορκίας — εὐορκίᾱς , εὐορκία oaths taken with a good conscience fem acc pl εὐορκίᾱς , εὐορκία oaths taken with a good conscience fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐορκίαν — εὐορκίᾱν , εὐορκία oaths taken with a good conscience fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐορκίαις — εὐορκία oaths taken with a good conscience fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)