-
1 εὔ-οικος
εὔ-οικος, 1) mit gutem Hause, καὶ εὔδουλος Achaeus bei Ath. VI, 267 d, was Ath. χρηστὸς ἐς τοὺς οἰκέτας erkl. – 2) gut zu bewohnen, κύρτος Opp. H. 3, 270; wirthlich, εὐοικότατος D. Cass. 44, 39.
См. также в других словарях:
εὐοικότατος — εὔοικος with good houses masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύοικος — εὔοικος, ον (Α) 1. (κατά το Μέγα Ετυμολογικό) αυτός που έχει καλά σπίτια 2. κατάλληλος, ευχάριστος, άνετος για κατοικία («οὐδ ἔτι κύρτον ὁμῶς εὔοικον ἔχουσιν», Οππ.) 3. αυτός που έχει λίγες δαπάνες, ο ολιγοδάπανος («τὰ ἴδια εὐοικότατός τε ἅμα καὶ … Dictionary of Greek