1 ευογκιη
Древнегреческо-русский словарь > ευογκιη
εὐογκίη — εὐογκία being moderate in bulk fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευογκία — εὐογκία ἡ, ιων. τ. εὐογκίη (Α) [εύογκος] το να έχει κάποιος μέτριο όγκο … Dictionary of Greek