Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐνᾱτειρα

См. также в других словарях:

  • εὐνάτειρα — εὐνά̱τειρα , εὐνητήρ a bedfellow fem nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνητήρ — εὐνητήρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνατήρ, θηλ. εὐνάτειρα (Α) [ευνώ] 1. σύνευνος, σύζυγος («εὐνάτειρα Διὸς λεχέων», Αισχύλ.) 2. μτφ. φρ. α) «εὐνήτειρα νὺξ ἔργων» η νύκτα που σταματάει τις εργασίες, (Απολλ. Ρόδ.) β) «χιτὼν εὐνητήρ» νυχτερινό πουκάμισο …   Dictionary of Greek

  • ευνατήρ — εὐνατήρ, ὁ, θηλ. εὐνάτειρα (Α) δωρ. τ. τού ευνητήρ* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»