-
1 εὐνᾱτειρα
εὐνᾱτειρα, ἡ, Lagergenossinn, λεχέων Διός Aesch. Prom. 898; Theocr. syrinx (XV, 21).
-
2 εὐνᾱτειρα
εὐνᾱτειρα, ἡ, Lagergenossin -
3 εὐνήτειρα
εὐνήτειρα, ἡ, = εὐνάτειρα, Aesch. Pers. 153; νὺξ εὐν. ἔργων Ap. Rh. 4, 1058.
См. также в других словарях:
εὐνάτειρα — εὐνά̱τειρα , εὐνητήρ a bedfellow fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνητήρ — εὐνητήρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνατήρ, θηλ. εὐνάτειρα (Α) [ευνώ] 1. σύνευνος, σύζυγος («εὐνάτειρα Διὸς λεχέων», Αισχύλ.) 2. μτφ. φρ. α) «εὐνήτειρα νὺξ ἔργων» η νύκτα που σταματάει τις εργασίες, (Απολλ. Ρόδ.) β) «χιτὼν εὐνητήρ» νυχτερινό πουκάμισο … Dictionary of Greek
ευνατήρ — εὐνατήρ, ὁ, θηλ. εὐνάτειρα (Α) δωρ. τ. τού ευνητήρ* … Dictionary of Greek