Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐνοϊκῶς

См. также в других словарях:

  • εὐνοικῶς — εὐνοϊκῶς , εὐνοικός welldisposed adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνοϊκός — ή, ό (Α εὐνοϊκός, ή, όν) ο διατεθειμένος ευνοϊκά για κάποιον, ο ευμενής (α. «εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί», Δημοσθ. β. «τόν βρήκα ευνοϊκό απέναντι μου») νεοελλ. 1. αυτός που αρμόζει, που είναι σύμφωνος προς την επιθυμία κάποιου, αυτός που βοηθά σε …   Dictionary of Greek

  • εύνοιος — εὔνοιος, ον (Α) (επιγρ. και πάπ.) ευνοϊκός. επίρρ... εὐνοίως (Α) πάπ. ευνοϊκώς …   Dictionary of Greek

  • εύνους — ουν (ΑΜ εὔνους, ουν, εὔνοος, οον) αυτός που διάκειται ευνοϊκά, ο ευμενής, ο φιλικός (α. «κτημάτων πάντων ἐστὶ τιμιώτατον ἀνὴρ φίλος συνετός τε καὶ εὔνοος», Ηρόδ. β. «οἱ ἐμοὶ εὖνοι» αυτοί που είναι φιλικοί προς εμένα, οι φίλοι μου, Ξεν. γ. «τὴν… …   Dictionary of Greek

  • ՍԻՐՏ — (սրտի, ից.) NBH 2 0716 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c գ. լծ. յն. լտ. καρδία cor, cordis եւ ψυχή animus, anima διάνοια mens, cogitatio. (որպէս սիրոյ տեղի, դիրք, օթարան. եւ սերտ մասն. յորմէ եւ յն. քարտի՛ա.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»