Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐνουχοειδής

См. также в других словарях:

  • ευνουχοειδής — εὐνουχοειδής, ές και εὐνουχώδης, ες (Α) αυτός που μοιάζει με ευνούχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευνούχος + ειδής (πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής)] …   Dictionary of Greek

  • εὐνουχοειδέστατοι — εὐνουχοειδής like a eunuch masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνούχος — και μουνούχος, ο (ΑΜ εὐνοῡχος, Μ και μουνοῡχος και ᾿ μνοῡχος, Α και ως επίθ. εὐνοῡχος, ον) 1. αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό, ο εκτομίας 2. αυτός τού οποίου έχουν αφαιρεθεί οι γεννητικοί αδένες και έχει καταστεί ανίκανος για συνουσία αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»