-
1 εὐνουχοειδής
εὐνουχοειδής, ές,A like a eunuch, Hp.Aër.22 ([comp] Sup.):—also [full] εὐνουχώδης, ες, Philostr. VS1.25.9, Aët.16.26, Suid. s.v. ἄρρεν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνουχοειδής
-
2 εὖν ουχώδης
εὖν ουχώδης, = εὐνουχοειδής, Suid.
-
3 ευνουχοειδέστατοι
-
4 εὐνουχοειδέστατοι
См. также в других словарях:
ευνουχοειδής — εὐνουχοειδής, ές και εὐνουχώδης, ες (Α) αυτός που μοιάζει με ευνούχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευνούχος + ειδής (πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής)] … Dictionary of Greek
εὐνουχοειδέστατοι — εὐνουχοειδής like a eunuch masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνούχος — και μουνούχος, ο (ΑΜ εὐνοῡχος, Μ και μουνοῡχος και ᾿ μνοῡχος, Α και ως επίθ. εὐνοῡχος, ον) 1. αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό, ο εκτομίας 2. αυτός τού οποίου έχουν αφαιρεθεί οι γεννητικοί αδένες και έχει καταστεί ανίκανος για συνουσία αρχ. 1.… … Dictionary of Greek