-
1 ευνουχισμόν
-
2 εὐνουχισμόν
См. также в других словарях:
εὐνουχισμόν — εὐνουχισμός castration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευνουχισμόν
2 εὐνουχισμόν
εὐνουχισμόν — εὐνουχισμός castration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)