-
1 ευνουχισμού
-
2 εὐνουχισμοῦ
См. также в других словарях:
εὐνουχισμοῦ — εὐνουχισμός castration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζουλισιά — ή αζουλησιά, η [αζούλιστος] λέξη που δηλώνει την έλλειψη ευνουχισμού στα ζώα … Dictionary of Greek
καταθλαδία — καταθλαδία, ἡ (Α) φρ. «καταθλαδία ποινή» η ποινή τού ευνουχισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταθλῶ με τη σημασία «ευνουχίζω». Πρβλ. θλαδιώ «ευνουχίζω» και θλαδίας «ευνούχος» < θλῶ] … Dictionary of Greek