Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐνουχισμοῦ

См. также в других словарях:

  • εὐνουχισμοῦ — εὐνουχισμός castration masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αζουλισιά — ή αζουλησιά, η [αζούλιστος] λέξη που δηλώνει την έλλειψη ευνουχισμού στα ζώα …   Dictionary of Greek

  • καταθλαδία — καταθλαδία, ἡ (Α) φρ. «καταθλαδία ποινή» η ποινή τού ευνουχισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταθλῶ με τη σημασία «ευνουχίζω». Πρβλ. θλαδιώ «ευνουχίζω» και θλαδίας «ευνούχος» < θλῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»