-
1 ευνεικής
-
2 εὐνεικής
-
3 εὐνεικής
εὐνεικής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνεικής
-
4 ευνεικές
-
5 εὐνεικές
См. также в других словарях:
ευνεικής — εὐνεικής, ές (Α) 1. αυτός που κρίνει, που αποφασίζει εύκολα για αγώνα 2. (για χρησμό) αυτός τού οποίου η σημασία εξηγείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νεικής (< νείκος «διαμάχη, έριδα»), πρβλ. αμφι νεικής, πολυ νεικής] … Dictionary of Greek
εὐνεικής — easy to decide masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνεικές — εὐνεικής easy to decide masc/fem voc sg εὐνεικής easy to decide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφινεικής — ἀμφινεικής, ές (Α) αυτός που τόν διεκδικούν πολλοί, ο περιζήτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + νεικής < νεῖκος (πρβλ. εὐνεικής, πυλυνεικής κ.λπ. και το κύριο Πολυνείκης). ΠΑΡ. αρχ. ἀμφινείκητος] … Dictionary of Greek