Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐναῖα

См. также в других словарях:

  • εὐναία — εὐναίᾱ , εὐναῖος in one s bed fem nom/voc/acc dual εὐναίᾱ , εὐναῖος in one s bed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐναίᾳ — εὐναίᾱͅ , εὐναῖος in one s bed fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐναῖα — εὐναῖος in one s bed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐναίας — εὐναίᾱς , εὐναῖος in one s bed fem acc pl εὐναίᾱς , εὐναῖος in one s bed fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐναίαν — εὐναίᾱν , εὐναῖος in one s bed fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… …   Dictionary of Greek

  • γαληναίη — γαληναίη, η (επικ. τ.) (Α) η γαλήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαληναίος (πρβλ. αναγκαίη αναγκαίος, ευναία ευναίος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»