-
1 ευναστήρας
-
2 εὐναστῆρας
См. также в других словарях:
εὐναστῆρας — εὐναστήρ serving as an anchor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευναστήρας
2 εὐναστῆρας
εὐναστῆρας — εὐναστήρ serving as an anchor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)