-
1 εὐναστήριον
εὐναστήριον, τό, die Lagerstätte, das Ehebett; Aesch. Pers. 156 Eur. Or. 589 u. sp. D. Auch plur.für sing., Soph. Tr. 914.
-
2 εὐναστήριον
εὐναστήριον, τό, die Lagerstätte, das Ehebett
См. также в других словарях:
ευναστήριον — εὐναστήριον, τὸ (Α) βλ. εὐνατήριον … Dictionary of Greek
ευνατήριον — εὐνατήριον και εὐναστήριον, τὸ (Α) [ευνώ] 1. ο τόπος όπου κατακλίνεται κάποιος για να κοιμηθεί, ο κοιτώνας 2. ο γαμήλιος θάλαμος («μένει δ ἐν οἴκοις ὑγιές εὐνατήριον», Ευρ.) … Dictionary of Greek