-
1 ευμορφότης
-
2 εὐμορφότης
-
3 εὐμορφότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμορφότης
-
4 ευμορφότητα
-
5 εὐμορφότητα
См. также в других словарях:
ευμορφότης — εὐμορφότης, ἡ (Α) [εύμορφος] κομψότητα, χάρη … Dictionary of Greek
εὐμορφότης — comeliness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμορφότητα — εὐμορφότης comeliness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)