Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εὐμενῶς

  • 1 ευμενως

        1) благожелательно, ласково
        

    (εὐ. καὴ ἀγαμένως Plat.; ἔχειν πρός τινα Plut.)

        2) благосклонно, милостиво
        

    (διατεθῆναι πρός τινα Isocr.; ἀκούειν Plat.)

    Древнегреческо-русский словарь > ευμενως

  • 2 ευμενεως

        ион. = εὐμενῶς См. ευμενως

    Древнегреческо-русский словарь > ευμενεως

  • 3 κρίνω

    (αόρ. εκρινα, παθ. αόρ. κρίθηκα и εκρίθην) μετ.
    1) судить (о чём-л.); считать, полагать, думать;

    κρίνω από την εμφάνιση — судить по внешнему виду;

    εξ ιδίων κρίνω τα αλλότρια — судить о других по себе;

    κρίνε κι' αποφάσισε рассуди и реши;
    κρίντε και μόνοι σας судите сами;

    τό κρίνω δίκαιο (σωστό) — я считаю, что это справедливо (правильно);

    τό δικαστήρνον έκρινεν αστήρικτον την κατηγορίαν суд посчитал необоснованным обвинение;

    εάν κρίνωμεν από τας συνεπείας — судя по последствиям;

    6*ν κρίνει κανείς από τα λεγόμενα του... — если судить по его словам...;

    2) высказывать мнение, давать отзыв;

    κρίνω βιβλίο (δρθρο) — рецензировать книгу (статью);

    τό δράμα του εκρίθη ευμενώς драма получила хорошие отзывы, была встречена благосклонно;
    3) решать (каким-л. образом);

    κρίν την τύχη — решать судьбу;

    κρίνομαι — решаться;

    σήμερα κρίνεται η τύχη μου — сегодня решается моя судьба;

    § μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε — не судите, да не судимы будете

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κρίνω

  • 4 προδιαθέτω

    (αόρ. προδιέθεσα) μετ.
    1) предрасполагать (в чью-л. пользу), настраивать (каким-л. образом);

    προδιαθέτω κάποιον ευμενώς προς ( — или διά) κάτι... — настраивать кого-л. благожелательно по отношению к (чему-л.);

    2) мед. предрасполагать;

    προδιαθέτω προς... — предрасполагать к...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προδιαθέτω

См. также в других словарях:

  • Εὐμενῶς — Εὐμενής well disposed adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμενῶς — εὐμενής well disposed adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • благоприѣьнѣ — БЛАГОПРИ˫АТЬНѢ (3*) нар. Приятно, благожелательно: ѡ(т)бѣгнемъ чада мо˫а... сотониньскаго ропътани˫а... приимающе же всѩ бл҃гопри˫атнѣ. пища питьѥ. одѣниѥ (εὐμενῶς) ФСт XIV, 25г; даруите ми бл҃госто˫аннѣ бл҃гопри˫атнѣ. (εὐαπόδεκτον) Там же, 124б; …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MENSA Sacra — Eucharistia est, cui nomen hoc a loco, in quo a CHRISTO instituta, est inditum, ἐπουράνιος τράπεζα, in Iacobi Liturgia, ἱερὰ, μυςτικὴ, φρικώδης τράπεζα Chrysostomo: τοῦ Σωτῆρος τράπεζα, Palladio in Vita Chrysostomi, ubi de modo iurandi, κατὰ τῆς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διαθέτω — (AM διατίθημι, Μ και διαθέτω) 1. τοποθετώ, διευθετώ, τακτοποιώ πράγματα με ορισμένη τάξη 2. έχω κάτι στην κατοχή μου και μπορώ σε κάθε στιγμή να τό χρησιμοποιήσω όπως θέλω 3. εκθέτω κάτι για πώληση 4. θέτω σε ενέργεια, χρησιμοποιώ (γνωριμίες,… …   Dictionary of Greek

  • επακούω — (AM ἐπακούω) ακούω ευμενώς, δέχομαι να εκτελέσω κάτι («ἐπάκουσον τῆς δεήσεώς μου») αρχ. μσν. 1. ακροώμαι, ακούω με προσοχή («νῡν ἐπάκουσον», Αισχύλ.) 2. κατανοώ, καταλαβαίνω («πάντας ἀλλήλων ἐπακούειν τῆς διαλέκτου μὴ δύνασθαι», Τατιαν.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • επιγιγνώσκω — ἐπιγιγνώσκω (AM) [γιγνώσκω] 1. γνωρίζω κάτι ακόμη καλύτερα, περισσότερο από πριν («ἐπιγνόντι σοι τὸν Χριστόν» «ὅπως μήτηρ σε μὴ ἐπιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ», Σοφ.) 2. ανακαλύπτω, διακρίνω («κἄπειτ ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ὤμωξεν», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ευμένεια — η (ΑΜ εὐμένεια, Α ποιητ. τ. εὐμενία) [ευμενής] ευνοϊκή, αγαθή διάθεση, καλή πρόθεση, εύνοια («φιλόδωρος εὐμενείας, ἄδωρος δυσμενείας», Πλατ.) αρχ. 1. ευσέβεια (ἡ πρὸς τὸ θεῑον εὐμένεια», Θουκ.) 2. (για οσμή) γλυκύτητα, ευαρέσκεια 3. φρ. α) «ἐπ… …   Dictionary of Greek

  • ευμενώ — εὐμενῶ, έω (Α) [ευμενής] 1. είμαι ευμενής, ευνοϊκός («εὐμενέοι τιτὰν Φαέθων», Οππ.) 2. φέρομαι με ευμένεια, με καλοσύνη σε κάποιον («εὐμενέοντες ἀνεψιόν», Πίνδ.) 3. παθ. εὐμενοῡμαι πάπ. παρέχω ευμένεια, έχω ευνοϊκή διάθεση, συμπεριφέρομαι ευμενώς …   Dictionary of Greek

  • ευνοητικός — εὐνοητικός, ή, όν (Α) [ευνόητος] ευνοϊκά διατεθειμένος, ευνοϊκός. επίρρ... εὐνοητικῶς (Α) φρ. «εὐνοητικῶς διακεῑσθαι πρὸς ἀλλήλους» ευμενώς, με εύνοια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»