-
1 ευμενως
1) благожелательно, ласково(εὐ. καὴ ἀγαμένως Plat.; ἔχειν πρός τινα Plut.)
2) благосклонно, милостиво(διατεθῆναι πρός τινα Isocr.; ἀκούειν Plat.)
1 ευμενως
(εὐ. καὴ ἀγαμένως Plat.; ἔχειν πρός τινα Plut.)
(διατεθῆναι πρός τινα Isocr.; ἀκούειν Plat.)