-
1 ευμεγέθη
εὐμεγέθηςof good size: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)εὐμεγέθηςof good size: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)εὐμεγέθηςof good size: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 εὐμεγέθη
εὐμεγέθηςof good size: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)εὐμεγέθηςof good size: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)εὐμεγέθηςof good size: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
3 κευμεγέθη
εὐμεγέθη, εὐμεγέθηςof good size: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)εὐμεγέθη, εὐμεγέθηςof good size: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)εὐμεγέθη, εὐμεγέθηςof good size: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
4 κεὐμεγέθη
εὐμεγέθη, εὐμεγέθηςof good size: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)εὐμεγέθη, εὐμεγέθηςof good size: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)εὐμεγέθη, εὐμεγέθηςof good size: masc /fem acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
εὐμεγέθη — εὐμεγέθης of good size neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐμεγέθης of good size masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐμεγέθης of good size masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεὐμεγέθη — εὐμεγέθη , εὐμεγέθης of good size neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐμεγέθη , εὐμεγέθης of good size masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐμεγέθη , εὐμεγέθης of good size masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ALBINGAUNUM — urbs Liguriae litoralis Episcopalis sub Archiepiscopo Genuensi. Apud Melam l. 2. c. 4. extritô per incuriam librariorum n. legitur Albigaunum. Atque eôdem modô apud Ptol. Α᾿λβίγαυνον. Flav. Vopisco in vita Proculi loc. cit. dicitur plurali numerô … Hofmann J. Lexicon universale
PINNA — I. PINNA Hebr. Gap desc: Hebrew, an per sermonis compendium, quasi spina fossaria, quia his quasi spinis aquam fodit piscis et sulcat? Graecis πτερύγιον, ab alarum similitudine. Ut enim pulse aeris feruntur alae et ferunt, ita promovent pisces,… … Hofmann J. Lexicon universale
κύαθος — Αγγείο της αρχαιότητας. Το σχήμα του μοιάζει με αυτό του κυπέλλου, με τη διαφορά ότι φέρει ευμεγέθη και κάθετη προς το χείλος λαβή. Το χρησιμοποιούσαν για να αντλούν κρασί από τον κρατήρα και να σερβίρουν τα αγγεία πόσεως. Λειτουργούσε και ως… … Dictionary of Greek
πομφόλυγα — η / πομφόλυξ, υγος, ΝΜΑ φυσαλλίδα αέρα, φουσκάλα νεοελλ. 1. ιατρ. στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος, συνιστάμενη σε ευμεγέθη συλλογή υγρού, γενικά ορώδους, μέσα ή κάτω από την επιδερμίδα, η οποία προεξέχει από την επιφάνεια τού δέρματος και η οποία… … Dictionary of Greek
δακτυλιοειδής γαλαξίας — (Αστρον.).Ένας πολύ σπάνιος τύπος γαλαξία που έχει τη μορφή ελλειπτικού δακτυλίου είτε με έναν ευμεγέθη πυρήνα, συχνά μετατοπισμένο από το κέντρο του, είτε χωρίς ύλη που ακτινοβολεί στο εσωτερικό του. Σε πολλές περιπτώσεις τον δ.γ. συνοδεύει ένας … Dictionary of Greek
ικρίωμα ή σκαλωσιά — Πρόχειρη κατασκευή που χρησιμεύει στο να γίνει δυνατή η εργασία και η προσπέλαση των εργατών κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης ενός κατασκευαστικού έργου. Στο παρελθόν τα ι. κατασκευάζονταν μόνο από ξύλο, σήμερα όμως συναρμολογούνται από χάλυβα… … Dictionary of Greek
μαγνητοεγκεφαλογραφία — Ακτινολογική απεικονιστική μέθοδος που βασίζεται στην αρχή της μαγνητικής αντήχησης του πυρήνα του ατόμου (nuclear magnetic resonance). Αν και οι βασικές μελέτες στον τομέα αυτό χρονολογούνται από τις αρχές του 20ού αι., η μ. πρωτοεμφανίστηκε τη… … Dictionary of Greek