Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

εὐμαϑίη

См. также в других словарях:

  • εὐμαθίῃ — εὐμάθεια readiness in learning fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμάθεια — η (ΑΜ εὐμάθεια, Α ποιητ. τ. εὐμαθία, ιων. τ. εὐμαθίη) [ευμαθής] 1. ευκολία στη μάθηση και στην κατανόηση, ταχυμάθεια («μεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη», Πλάτ.) 2. διάθεση και κλίση για μάθηση, για απόκτηση γνώσεων 3. επιγρ. διδασκαλία, παίδευση …   Dictionary of Greek

  • ευμαθία — εὐμαθία και εὐμαθίη, ἡ (Α) [ευμαθής] βλ. ευμάθεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»