Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐμαρότης

См. также в других словарях:

  • ευμαρότης — εὐμαρότης, ἡ (Α) [ευμαρής] ευμάρεια* …   Dictionary of Greek

  • εὐμαρότητα — εὐμαρότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμαρής — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Χρησιμοποίησε πρώτος τη διχρωμία, ώστε να είναι εμφανής η διάκριση των ανδρικών από τα γυναικεία σώματα στη ζωγραφική. * * * εὐμαρής, ές (Α) 1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ. β. «εὐμαρὲς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»