-
1 εὐλοκοπέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐλοκοπέομαι
-
2 ηυλοκοπήσθαι
-
3 ηὐλοκοπῆσθαι
-
4 ηυλοκοπημένοις
-
5 ηὐλοκοπημένοις
См. также в других словарях:
ηὐλοκοπημένοις — εὐλοκοπέομαι to be eaten of worms perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὐλοκοπῆσθαι — εὐλοκοπέομαι to be eaten of worms perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)