-
1 ευλογοφανή
εὐλογοφανήςseeming probable: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)εὐλογοφανήςseeming probable: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)εὐλογοφανήςseeming probable: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 εὐλογοφανῆ
εὐλογοφανήςseeming probable: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)εὐλογοφανήςseeming probable: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)εὐλογοφανήςseeming probable: masc /fem acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
εὐλογοφανῆ — εὐλογοφανής seeming probable neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐλογοφανής seeming probable masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐλογοφανής seeming probable masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλογοφανής — ές (ΑΜ εὐλογοφανής, ές) ο επιφανειακά γνήσιος ή ειλικρινής, ο αληθοφανής. επίρρ... ευλογοφανώς (Μ εὐλογοφανῶς) με αληθοφανή, με ευλογοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύλογος + φανής (< φαίνω), πρβλ. α φανής, εμ φανής] … Dictionary of Greek
ευπροφάσιστος — εὐπροφάσιστος, ον (Α) 1. αυτός που χρησιμεύει εύκολα ως πρόφαση, ο ευλογοφανής 2. φρ. «εὐπροφάσιστόν (ἐστι)» είναι εύλογο 3. αυτός που αποδέχεται εύκολα προφάσεις. επίρρ... εὐπροφασίστως (ΑΜ) με ευλογοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ φασίζομαι… … Dictionary of Greek
πιθανολογικός — ή, όν, Α [πιθανολογία] 1. αυτός που αναφέρεται στην πιθανολογία 2. φρ. «πιθανολογική τέχνη» η τέχνη τού να πιθανολογεί κανείς, τού να μεταχειρίζεται ευλογοφανή επιχειρήματα (Αρριαν.) … Dictionary of Greek
Αίτνα — I Ενεργό ηφαίστειο της νότιας Ιταλίας, του οποίου ο κώνος (3.340 μ.) υψώνεται κοντά στην ανατολική ακτή της Σικελίας, Β ΒΔ της Κατάνης. Οι διαδοχικές εκρήξεις του έχουν δημιουργήσει πολλούς ηφαιστειακούς κρατήρες, από τους οποίους διατηρούνται… … Dictionary of Greek