-
1 εὐ-λογέω
εὐ-λογέω (= εὖ λέγειν, Plut. Alex. 53 in einer Stelle aus Eur.), gut von Einem sprechen, loben, preisen, πόλιν καὶ τοὺς στρατηγούς Aesch. Ag. 566; Soph. Phil. 1314; pass., O. C. 720; Eur. Ion 137; τοὺς πατέρας Ar. Equ. 565, der auch ἐάν τις αὐτοὺς εὐλογῇ καὶ τὴν πόλιν ἀνὴρ ἀλαζὼν καὶ δίκαια καὶ ἄδικα vrbdí, Ach. 372, wie πλεῖστα τὰς γυναῖκας Eccl. 454, er rühmte Viel an ihnen; τινὰ ἐπί τινι, Luc.; Ggstz κατηγορεῖν, Plat. Min. 320 e; οὓς δὲ ἐπιτιμᾶν δέον εὐλογεῖς αὐτούς Isocr. 12, 206, vor Bekker, der εἰ μὲν εὐλόγεις αὐτούς lies't. – Bei den LXX., N. T. u. K-S. = segnen, im Ggstz von καταρᾶσϑαι, auch = danken. – Εὐλογητός, gelobt, gepriesen, Sp.
-
2 εὐλογέω
εὐ-λογέω, gut von einem sprechen, loben, preisen; πλεῖστα τὰς γυναῖκας, er rühmte viel an ihnen; segnen, im Ggstz von καταρᾶσϑαι, auch = danken. Εὐλογητός, gelobt, gepriesen
См. также в других словарях:
εὐλογητός — blessed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλογητός — ή, ό (ΑΜ εὐλογητός, ή, όν) [ευλογώ] ο άξιος ευλογίας, αυτός τον οποίο πρέπει να ευλογεί, να δοξάζει, να υμνεί κάποιος (α. ἐνεργῶν τὰ εὐλογητὰ ἐν τῷ κατ ἀρετὴν ζῆν», Ευστ. β. «εὐλογητὸς ὁ θεός», Θ. Λειτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευλογητό(ν) η… … Dictionary of Greek
ευλογητός — ή, ό ο άξιος ευλογίας, ο δοξαστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐλογητά — εὐλογητός blessed neut nom/voc/acc pl εὐλογητά̱ , εὐλογητός blessed fem nom/voc/acc dual εὐλογητά̱ , εὐλογητός blessed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητόν — εὐλογητός blessed masc acc sg εὐλογητός blessed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητοί — εὐλογητός blessed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητοῦ — εὐλογητός blessed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητέ — εὐλογητός blessed masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητή — εὐλογητός blessed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητήν — εὐλογητός blessed fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητῷ — εὐλογητός blessed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)