-
1 ευκεραστος
2
См. также в других словарях:
ευκέραστος — εὐκέραστος, ον (ΑΜ) ο καλά συγκερασμένος, ο με μέτρο αναμιγμένος, ο ευκραής («πρὸς πᾱσάν ἐστι ποιότητα ἐκέραστος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεραστός (< κεράννυμι «ανακατεύω, αναμιγνύω»)] … Dictionary of Greek
εὐκέραστος — well mixed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκέραστον — εὐκέραστος well mixed masc/fem acc sg εὐκέραστος well mixed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκεράστου — εὐκέραστος well mixed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκέραστα — εὐκέραστος well mixed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκερασία — εὐκερασία, ἡ (Α) [ευκέραστος] 1. πάπ. η ευκρασία*, η κατάσταση τής σύμμετρης αναμίξεως και συγκερασμού αντιθέτων στοιχείων 2. ο μετριοπαθής βίος, η μετρημένη ζωή … Dictionary of Greek