-
1 ευκροτήτου
-
2 εὐκροτήτου
-
3 πρό-χοος
πρό-χοος, ἡ, zsgzgn πρόχους, wovon sich auch der dat. πρόχουσι nach der 3. Declination findet, Eur. Ion 435 (Herm. aber zieht πρόχοισι vor), Ar. Nubb. 273; acc. τὰς πρόχους, Xen. Cyr. 5, 2, 7, Ael. H. A. 5, 23; – Gefäß zum Ausgießen, Wasserkrug, Gießkanne, bes. woraus man Waschwasser auf die Hände der Gäste goß vor dem Essen; oft dei Hom. χέρνιβα δ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα καλῇ, χρυσείῃ, z. B. Od. 1, 136; Hes. Th. 785; auch die Weinkanne, aus welcher der Mundschenk in die Becher eingießt, 18, 397; εὐκροτήτου χαλκέας πρόχου, Soph. Ant. 426; χρυσέαις πρόχουσιν, Eur. Ion 435; Ar. Nubb. 273; folgde Dichter; ἐς λοιβὴν χέον εἶϑαρ χρυσείῃ προχόῳ, Antimach. bei Ath. XI, 468 a.
См. также в других словарях:
εὐκροτήτου — εὐκρότητος well hammered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκρότητος — εὐκρότητος, ον (Α) (για μετάλλινο σκεύος ή για ξίφος) καλά σφυρηλατημένος, κατεργασμένος καλά, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος (α. «εὐκροτήτου πρόχου», Σοφ. β. «εὐκρότητον δορίδα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κροτητός «σφυρηλατημένος» (< κροτέω… … Dictionary of Greek
πρόχους — Αγγείο που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να πλένουν τα χέρια των φιλοξενουμένων. Αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο, σε θηλυκό γένος και το έφερνε η υπηρέτρια επάνω σε ασημένιο λέβητα για να πλύνει τα χέρια των φιλοξενουμένων. Οι π. ήταν πότε… … Dictionary of Greek