Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐκροτήτου

См. также в других словарях:

  • εὐκροτήτου — εὐκρότητος well hammered masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκρότητος — εὐκρότητος, ον (Α) (για μετάλλινο σκεύος ή για ξίφος) καλά σφυρηλατημένος, κατεργασμένος καλά, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος (α. «εὐκροτήτου πρόχου», Σοφ. β. «εὐκρότητον δορίδα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κροτητός «σφυρηλατημένος» (< κροτέω… …   Dictionary of Greek

  • πρόχους — Αγγείο που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να πλένουν τα χέρια των φιλοξενουμένων. Αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο, σε θηλυκό γένος και το έφερνε η υπηρέτρια επάνω σε ασημένιο λέβητα για να πλύνει τα χέρια των φιλοξενουμένων. Οι π. ήταν πότε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»