Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐκράδαντος

См. также в других словарях:

  • ευκράδαντος — εὐκράδαντος, ον (Α) αυτός που κραδαίνεται, σείεται ή κλονίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κραδαντος (< κραδαίνω), πρβλ. α κράδαντος] …   Dictionary of Greek

  • εὐκράδαντον — εὐκράδαντος well poised masc/fem acc sg εὐκράδαντος well poised neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκραδάντους — εὐκράδαντος well poised masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκράδαντα — εὐκράδαντος well poised neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»