-
1 ευκοινόμητις
-
2 εὐκοινόμητις
-
3 εὐκοινόμητις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκοινόμητις
См. также в других словарях:
ευκοινόμητις — εὐκοινόμητις, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που σκέφτεται, που φροντίζει για το κοινό καλό ή που σκέφτεται από κοινού («προμαθὶς εὐκοινόμητις ἀρχά», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινός + μήτις «σκέψη, στοχασμός»] … Dictionary of Greek
εὐκοινόμητις — deliberating for the public weal nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)