-
1 εὐκληρέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκληρέω
-
2 εὐκλήρημα
A a piece of good fortune, Antiph.317, Teles p.26 H., D.S.18.13, Str.5.3.7. ( εὐκλήρωμα is f.l. in AB77.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκλήρημα
-
3 εὐκληρία
εὐκληρ-ία, ἡ,2 generally, good fortune,φύσεως D.H.3.14
, cf. Ael. N A1.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκληρία
-
4 εὔκληρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκληρος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский