Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐκαίρει

См. также в других словарях:

  • εὐκαιρεῖ — εὐκαιρέω have opportunity pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐκαιρέω have opportunity pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαίρει — εὐκαιρέω have opportunity pres imperat act 2nd sg (attic epic) εὐκαιρέω have opportunity imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσχολος — ἄσχολος, ον (Α) 1. απασχολημένος, αυτός που δεν ευκαιρεί, που δεν έχει καιρό 2. (για πράξεις κ.λπ.) συνεχής, αδιάκοπος, αδιάλειπτος 3. ο μη καταγινόμενος με κάτι 4. «ἄσχολος χρόνος» ο χρόνος κατά τον οποίο δουλεύει κανείς συνέχεια, ο γεμάτος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»