Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εὐκατέργαστος

См. также в других словарях:

  • εὐκατέργαστος — easy to work masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκατέργαστος — η, ο (ΑΜ εὐκατέργαστος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία, ο ευκολοδούλευτος («εὐκατέργαστα ἔρια», Γαλ.) αρχ. 1. (για τροφές) εύπεπτος 2. αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα 3. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται… …   Dictionary of Greek

  • εὐκατεργαστότερον — εὐκατέργαστος easy to work adverbial comp εὐκατέργαστος easy to work masc acc comp sg εὐκατέργαστος easy to work neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατέργαστον — εὐκατέργαστος easy to work masc/fem acc sg εὐκατέργαστος easy to work neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατεργαστότερα — εὐκατέργαστος easy to work neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατεργαστότερος — εὐκατέργαστος easy to work masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατεργάστοις — εὐκατέργαστος easy to work masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατεργάστου — εὐκατέργαστος easy to work masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατεργάστους — εὐκατέργαστος easy to work masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατεργάστων — εὐκατέργαστος easy to work masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκατέργαστα — εὐκατέργαστος easy to work neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»