-
1 ευκατάστατοι
-
2 εὐκατάστατοι
См. также в других словарях:
εὐκατάστατοι — εὐκατάστατος well fixed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek