Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐκαταστάτως

См. также в других словарях:

  • εὐκαταστάτως — εὐκατάστατος well fixed adverbial εὐκατάστατος well fixed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκατάστατος — η, ο (ΑΜ εὐκατάστατος, ον) νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, ο εύπορος, ο πλούσιος αρχ. μσν. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ο τοποθετημένος καλά, ο σταθερός 2. (για κρήνη) αυτή που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»