-
1 εὐκατάσκεπτος
-
2 εὐ-κατά-σκηπτος
εὐ-κατά-σκηπτος, wohl gestützt, Hippocr., v. l. von εὐκατάσκεπτος.
См. также в других словарях:
ευκατάσκεπτος — εὐκατάσκεπτος, ον (Α) εύκολος προς παρατήρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σκέπτομαι «παρατηρώ»] … Dictionary of Greek
εὐκατάσκεπτον — εὐκατάσκεπτος convenient for inspection masc/fem acc sg εὐκατάσκεπτος convenient for inspection neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)