-
1 ευκαιρίη
εὐκαιρίαgood season: fem nom /voc sg (epic ionic)——————εὐκαιρίαgood season: fem dat sg (epic ionic) -
2 εὐκαιρίη
Βλ. λ. ευκαιρίη -
3 εὐκαιρίῃ
Βλ. λ. ευκαιρίη
См. также в других словарях:
εὐκαιρίη — εὐκαιρία good season fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαιρίῃ — εὐκαιρία good season fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκαιρία — η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος] 1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε») 2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία … Dictionary of Greek