-
1 ευκαιρήσας
-
2 εὐκαιρήσας
См. также в других словарях:
εὐκαιρήσας — εὐκαιρήσᾱς , εὐκαιρέω have opportunity aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευκαιρήσας
2 εὐκαιρήσας
εὐκαιρήσας — εὐκαιρήσᾱς , εὐκαιρέω have opportunity aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)