-
1 εὐκαιρίαν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐκαιρίαν
-
2 ευκαιρια
ἥ1) удобный случай, надлежащий момент, подходящее время2) благоприятное положение(τῶν πόλεων Polyb.)
3) благосостояние, богатство, довольство(κεκολακευκέναι εὐκαιρίαν τινός Polyb.)
κατὰ τὰς τῶν βίων εὐκαιρίας Polyb. — в зависимости от имущественного положения4) влияние, сила5) обилие(ὑδάτων Diod.)
-
3 ευκαιρία
η1) удобный случай; удобный момент; благоприятная возможность; оказия;δράττομαι ( — или επωφελούμαι) της ευκαιρίας — или χρησιμοποιώ την ευκαιρία — воспользоваться удобным случаем;
μου δίδεται η ευκαιρία — мне представляется удобный случай;
βρίσκω ευκαιρία — пользоваться удобным случаем;
αν παρουσιαστεί ευκαιρία — или ευκαιρίας δοθείσης ( — или τυχούσης) — если представится удобный случай;
2) свободное время, досуг;§ είς πρώτην ευκαιρίαν — при первой возможности;
με πρώτη ευκαιρία — при первом удобном случае; — с первой оказией;
αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας — дёшево купить, купить по случаю;
με την ευκαιρία, επ' ευκαιρία — или επί τη ευκαιρία — по случаю чего-л.; — в связи с чём-л.;
με την ευκαιρία της επετείου — по случаю годовщины;
επ' ευκαιρία της μεταβάσεως του — в связи с его переездом
См. также в других словарях:
εὐκαιρίαν — εὐκαιρίᾱν , εὐκαιρία good season fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκαιρία — η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος] 1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε») 2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία … Dictionary of Greek
επιφορά — η (AM ἐπιφορά) [επιφέρω] νεοελλ. (λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού μσν. (για όρκο) επιβολή αρχ. 1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῑς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.) 2. μεταφορά… … Dictionary of Greek