Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐθῠ-ωρος

См. также в других словарях:

  • ευθύωρος — εὐθύωρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ευθεία κατεύθυνση 2. (το ουδ. ως επίρρ.) εὐθύωρον α) ευθύς, αμέσως («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.) β) σε ευθεία διεύθυνση («ἄγει δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῡ δράκοντος πνεῡμα θεῑον», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • οξυώριος — ὀξυώριος, ον (Α) (για κατεργασμένο λίθο) αυτός που έχει οξείες τις γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ώριος (< ωρος < ὅρος «όριο»), πρβλ. ευθυ ωρία. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»