-
1 εὐθύ-ωρος
εὐθύ-ωρος ( ὥρα, od. ist ωρος ein bloßes Suffixum?), wohl nur im neutr. εὐϑύωρον, das, adverbial gebraucht, von den VLL, κατ' εὐϑεῖαν erkl., auch εὐϑυωρόν accentuirt wird, geradeaus, geradezu, οὐδ' ἀπέκλινε – ἀλλ' εὐϑύωρον ἄγων Xen. An. 2, 2, 16, wie Ael. H. A. 11, 16 u. Sp., die es auch von der Zeit = "auf der Stelle" brauchen.
-
2 εὐθύωρος
εὐθῠ-ωρος, ον,A in a straight direction: mostly in neut. εὐθύωρον as Adv., = εὐθύς, εὐ. ἄγειν X.An.2.2.16, Ael. NA11.16; ὁρᾶν ib.7.5: as Adj., ap. EM391.42, cf. Procop.Aed.2.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθύωρος
-
3 εὐθύωρος
εὐθύ-ωρος, geradeaus, geradezu; auch von der Zeit: auf der Stelle
См. также в других словарях:
ευθύωρος — εὐθύωρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ευθεία κατεύθυνση 2. (το ουδ. ως επίρρ.) εὐθύωρον α) ευθύς, αμέσως («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.) β) σε ευθεία διεύθυνση («ἄγει δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῡ δράκοντος πνεῡμα θεῑον», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
οξυώριος — ὀξυώριος, ον (Α) (για κατεργασμένο λίθο) αυτός που έχει οξείες τις γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ώριος (< ωρος < ὅρος «όριο»), πρβλ. ευθυ ωρία. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek