-
1 εὐθυ-λογία
εὐθυ-λογία, ἡ, = εὐϑυεπία, Polem. Physiogn. 1, 6.
-
2 εὐθυλογία
εὐθῠ-λογία, ἡ,A = εὐθυέπεια, Polem.Phgn.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθυλογία
См. также в других словарях:
πλάτανος — Γένος φυτών της οικογένειας των Πλατανιδών, της τάξης των ροδωδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο αξιόλογα καλλιεργούμενα είδη είναι ηπ. η ανατολική καιπ. η δυτική. Το πρώτο είναι το γνωστό πλατάνι, που φύεται σε όλη την Ελλάδα, στις όχθες των ποταμών,… … Dictionary of Greek
ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… … Православная энциклопедия