-
1 ευθυνή
-
2 εὐθυνῇ
-
3 ευθύνη
εὐθύ̱νῃ, εὔθυναsetting straight: fem dat sg (attic epic ionic)εὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: aor subj mid 2nd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: aor subj act 3rd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: pres subj mp 2nd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: pres ind mp 2nd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: pres subj act 3rd sg -
4 εὐθύνῃ
εὐθύ̱νῃ, εὔθυναsetting straight: fem dat sg (attic epic ionic)εὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: aor subj mid 2nd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: aor subj act 3rd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: pres subj mp 2nd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: pres ind mp 2nd sgεὐθύ̱νῃ, εὐθύνωguide straight: pres subj act 3rd sg -
5 ευθύνη
1) liability2) responsibilityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ευθύνη
-
6 εὔθυνα
A setting straight, correction, chastisement, Pl.Prt. 326e (pl.); calling to account, POxy.1203.9 (i A.D.), etc.II esp. at Athens, public examination of the conduct of officials, held on the expiration of their term of office (dist. fr. λόγος 'rendering of accounts',οὔτε χρήματα διαχειρίσας τῆς πόλεως δίδωμι λόγον αὐτῶν, οὔτε ἀρχὴν ἄρξας οὐδεμίαν εὐθύνας ὑπέχω αὐτῆς Lys.24.26
;λόγον διδόντων τῶν χρημάτων.. καὶ εὐθύνας διδόντων IG12.91.27
), used in sg. by Ar.V. 571, Lys.10.27, al.;ἡ εὔ. βλάβη τις δικαία ἐστίν Arist.Rh. 1411b20
: more freq. in pl., IGl.c., Ar.Eq. 825 (anap.), etc.; πρεσβείας εὔθυναι an account of one's embassage, D.19.82; [τῆς στρατηγίας] ἔμ' ἀπαιτεῖς εὐθύνας Id.18.245
; opp.εὐθύνας διδόναι Ar. Pax 1187
, And.1.90;ὑποσχεῖν Lys.30.3
; κατηγορεῖν [τινος] εἰς τὰς εὐ. Antipho6.43; τὰς εὐ. κατηγορεῖν, ἐπὶ τὰς εὐθύνας ἐλθεῖν, D.19.81, 2;εὔθυνάν τινι ἐμβαλέσθαι Arist.Ath.48.4
, cf. Decr.ib.39.6; εὐθύνας or εὔθυναν ὀφλεῖν to be convicted, or accused, of malversation, And. 1.73, Lys.10.27;κλοπῆς ἕνεκα Aeschin.3.10
; εὐθύνας ἀποφυγεῖν, διαφυγεῖν, to be acquitted thereof, Pl.Lg. 946d, 947e;τῆς εὐθύνης ἀπολύειν τινά Ar.V. 571
: metaph., τὰς εὐ. τὰς τοῦ βίου the accounts rendered of your life, Alex.262.8, cf. Ph.2.214, al. (On the accent see Hdn.Gr.1.257.37: the later form εὐθύνη, nom. pl. εὐθὺναι is sts. found in codd. of early writers, as Lys. 10.27, Pl.Prt. 326e, but shd. prob. be corrected.)
См. также в других словарях:
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
ευθύνη — η 1.η υποχρέωση που έχει κανείς να δώσει λόγο για τις πράξεις του: Για ό,τι έγινε την ευθύνη την έχει ο προϊστάμενος. 2. η συνέπεια από την εκτέλεση καθήκοντος ή από την παράλειψη της εκτέλεσης αυτού: Η ευθύνη βαρύνει αυτόν που υπογράφει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐθυνῇ — εὐθύνω guide straight fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύνῃ — εὐθύ̱νῃ , εὔθυνα setting straight fem dat sg (attic epic ionic) εὐθύ̱νῃ , εὐθύνω guide straight aor subj mid 2nd sg εὐθύ̱νῃ , εὐθύνω guide straight aor subj act 3rd sg εὐθύ̱νῃ , εὐθύνω guide straight pres subj mp 2nd sg εὐθύ̱νῃ , εὐθύνω guide… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδικοπραξία ή αδικοπραγία — Η ανθρώπινη συμπεριφορά που αντίκειται στους σκοπούς της έννομης τάξης και απαγορεύεται από τον νόμο. Η α. είναι έννοια πλατύτερη από το αδίκημα, γιατί α. μπορεί να υπάρχει και χωρίς υπαίτια συμπεριφορά. Κάθε αστικό αδίκημα είναι α., κάθε όμως α … Dictionary of Greek
υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π … Dictionary of Greek
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek