Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εὐθύνου

  • 1 ευθύνου

    εὐθύ̱νου, εὔθυνος
    masc gen sg
    εὐθύ̱νου, εὐθύνω
    guide straight: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)
    εὐθύ̱νου, εὐθύνω
    guide straight: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ευθύνου

  • 2 εὐθύνου

    εὐθύ̱νου, εὔθυνος
    masc gen sg
    εὐθύ̱νου, εὐθύνω
    guide straight: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)
    εὐθύ̱νου, εὐθύνω
    guide straight: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > εὐθύνου

См. также в других словарях:

  • εὐθύνου — εὐθύ̱νου , εὔθυνος masc gen sg εὐθύ̱νου , εὐθύνω guide straight pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) εὐθύ̱νου , εὐθύνω guide straight imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»