-
1 ευθύνους
-
2 εὐθύνους
См. также в других словарях:
εὐθύνους — εὐθύ̱νους , εὔθυνος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… … Dictionary of Greek