-
1 εὐθύ-πομπος
εὐθύ-πομπος, nach Böckh εὐϑυπομπός, gerade geleitend, αἰών Pind. N. 2, 7.
-
2 εὐθύπομπος
См. также в других словарях:
ευθυπομπός — εὐθυπομπός, όν (Α) αυτός που στέλνει, που οδηγεί κατευθείαν («εὐθυπομπὸς αἰών», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + πομπός < πέμπω] … Dictionary of Greek