-
1 εὐθύ-δημος
εὐθύ-δημος, = ἁπλοῦς δημότης, VLL. S. N. pr.
См. также в других словарях:
κοινόδημος — κοινόδημος, ον (Α) πάνδημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + δῆμος (πρβλ. αλλό δημος, ευθύ δημος)] … Dictionary of Greek
ευθυδήμων — εὐθυδήμων, ὁ (Α) απλός πολίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για λανθασμένη γραφή τού ευθύδημος (< ευθυ * + δήμος)] … Dictionary of Greek