-
1 εὐθυ-όνειρος
εὐθυ-όνειρος, gerade, d. i. deutliche, leicht auszulegende Träume habend, Arist. divinat. in somn. 2; Plut. def. orac. 50.
-
2 εὐθυόνειρος
εὐθυ-όνειρος, gerade, d. i. deutliche, leicht auszulegende Träume habend
См. также в других словарях:
ευθυόνειρος — εὐθυόνειρος, ον (Α) 1. αυτός που βλέπει εναργή, καθαρά όνειρα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθυόνειρον η ιδιότητα να βλέπει κάποιος εναργή όνειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + όνειρος «όνειρο», παράλληλος τ. τού όναρ «όνειρο»] … Dictionary of Greek