-
1 εὐθυ-βόλος
εὐθυ-βόλος, geradewerfend, richtig treffend, εὐϑ. ἐφ' ὅ, τι ἂν ἐπιβάλλωνται, v. l. εὐϑύβουλοι, Aristoxen. Stob. ecl. phys. 1, 7, 18; ὄνομα, der treffende Name, Philo; – εὐϑυβόλως, geradeaus, Hel. 5, 22.
-
2 εὐθυβόλος
εὐθυ-βόλος, geradewerfend, richtig treffend; ὄνομα, der treffende Name; εὐϑυβόλως, geradeaus
См. также в других словарях:
ευθύβολος — η, ο και ευθυβόλος, ο (ΑΜ εὐθυβόλος και εὐθύβολος, ον) 1. αυτός που χτυπάει κατ ευθείαν, που πετυχαίνει τον στόχο, ο εύστοχος (α. «τὰς εὐθυβόλους ἐλεπόλεις» β. «τόξα εὔστοχα καὶ εὐθυβολώτατα») 2. ο επιτυχής, ο ακριβής («εὐθυβόλους στοχασμούς»,… … Dictionary of Greek
κακόβολος — η, ο 1. άβολος, δύσχρηστος («κακόβολο σπίτι») 2. (για πρόσ.) δύστροπος, κακότροπος, κακόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βολος (< βολή [II]), πρβλ. ευθύ βολος, ορθό βολος] … Dictionary of Greek
τηλεβόλος — ο / τηλεβόλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. βλ. τηλεβόλο·|| αρχ. (για πέτρα ή για τόξο) αυτός που χτυπά τον στόχο του από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ευθυ βόλος] … Dictionary of Greek
ορθοβολώ — ὀρθοβολῶ, έω (Α) 1. εκσφενδονίζω ευθέως, πυροβολώ κατευθείαν, ίσια 2. μτφ. (για φυτά) βλαστάνω προς τα πάνω, κατευθείαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)* + βολῶ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ευθυ βολώ] … Dictionary of Greek
ισιοβολώ — κάνω ίσους τους βώλους χώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσιος + βολῶ (< βολος < βάλλω), πρβλ. ευθυ βολώ, οιστρο βολώ] … Dictionary of Greek