Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐθυ-βόλος

См. также в других словарях:

  • ευθύβολος — η, ο και ευθυβόλος, ο (ΑΜ εὐθυβόλος και εὐθύβολος, ον) 1. αυτός που χτυπάει κατ ευθείαν, που πετυχαίνει τον στόχο, ο εύστοχος (α. «τὰς εὐθυβόλους ἐλεπόλεις» β. «τόξα εὔστοχα καὶ εὐθυβολώτατα») 2. ο επιτυχής, ο ακριβής («εὐθυβόλους στοχασμούς»,… …   Dictionary of Greek

  • κακόβολος — η, ο 1. άβολος, δύσχρηστος («κακόβολο σπίτι») 2. (για πρόσ.) δύστροπος, κακότροπος, κακόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βολος (< βολή [II]), πρβλ. ευθύ βολος, ορθό βολος] …   Dictionary of Greek

  • τηλεβόλος — ο / τηλεβόλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. βλ. τηλεβόλο·|| αρχ. (για πέτρα ή για τόξο) αυτός που χτυπά τον στόχο του από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ευθυ βόλος] …   Dictionary of Greek

  • ορθοβολώ — ὀρθοβολῶ, έω (Α) 1. εκσφενδονίζω ευθέως, πυροβολώ κατευθείαν, ίσια 2. μτφ. (για φυτά) βλαστάνω προς τα πάνω, κατευθείαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)* + βολῶ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ευθυ βολώ] …   Dictionary of Greek

  • ισιοβολώ — κάνω ίσους τους βώλους χώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσιος + βολῶ (< βολος < βάλλω), πρβλ. ευθυ βολώ, οιστρο βολώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»