Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐθυφορία

См. также в других словарях:

  • εὐθυφορία — εὐθυφορίᾱ , εὐθυφορία motion in a straight line fem nom/voc/acc dual εὐθυφορίᾱ , εὐθυφορία motion in a straight line fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυφορίᾳ — εὐθυφορίᾱͅ , εὐθυφορία motion in a straight line fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυφορία — εὐθυφορία και εὐθυφορά, ἡ (Α) [ευθύφορος] ευθύγραμμη κίνηση …   Dictionary of Greek

  • εὐθυφορίας — εὐθυφορίᾱς , εὐθυφορία motion in a straight line fem acc pl εὐθυφορίᾱς , εὐθυφορία motion in a straight line fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυφορίαν — εὐθυφορίᾱν , εὐθυφορία motion in a straight line fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυφορικός — εὐθυφορικός, ή, όν (Μ) [ευθυφορία] αυτός που οδηγεί κατευθείαν, ο ομαλός, ο ίσιος δρόμος («εὐθυφορικαὶ ὁδοί») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»