-
1 ευθυντήρ
-
2 εὐθυντήρ
-
3 εὐθυντήρ
-
4 ευθυντηρ
-
5 εὐθυντήρ
-
6 εὐθυντήρ
3 as Adj., εὐθυντὴρ οἴαξ the guiding rudder, A. Supp. 717.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθυντήρ
-
7 ευθυντήρ
(-ηρος) ο инструмент для выравнивания, выпрямления, выправления -
8 κατ-ευθυντήρ
κατ-ευθυντήρ, ῆρος, ὁ, der Grad-, Gutmachende, ἁμαρτιῶν Clem. Al.
-
9 δι-ευθυντήρ
δι-ευθυντήρ, ῆρος, ὁ, Lenker, Verwalter, οἴκων, Man. 4, 106.
-
10 ευθυντήρα
-
11 εὐθυντῆρα
-
12 ευθυντήρας
-
13 εὐθυντῆρας
-
14 ευθυντήρες
-
15 εὐθυντῆρες
-
16 ευθυντήρι
-
17 εὐθυντῆρι
-
18 ευθυντήρος
-
19 εὐθυντῆρος
-
20 ἰσόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσόφρων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐθυντήρ — corrector masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυντῆρα — εὐθυντήρ corrector masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυντῆρας — εὐθυντήρ corrector masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυντῆρες — εὐθυντήρ corrector masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυντῆρι — εὐθυντήρ corrector masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυντῆρος — εὐθυντήρ corrector masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυντήρας — ο (Α εὐθυντήρ) [ευθύνω] νεοελλ. όργανο με το οποίο γίνεται εύθυνση, ίσιωμα κάποιου αντικειμένου ή μέλους τού σώματος αρχ. 1. αυτός που ξαναφέρνει στον ίσιο δρόμο, ο τιμωρός 2. ως επίθ. φρ. «εὐθυντήρ οἴαξ» το τιμόνι που κρατάει σε ευθεία πορεία το … Dictionary of Greek