Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐθυντηρία

См. также в других словарях:

  • εὐθυντηρία — εὐθυντηρίᾱ , εὐθυντήριος making straight fem nom/voc/acc dual εὐθυντηρίᾱ , εὐθυντήριος making straight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυντηρία — η (ΑΜ εὐθυντήριος, ία, ον) [ευθύνω] το θηλ. ως ουσ. νεοελλ. 1. μεταλλικό, πρισματικό συνήθως, εξάρτημα μηχανής, το οποίο οδηγεί ευθύγραμμη, κυκλική ή ελικοειδή κίνηση 2. λεία πλάκα, παράλληλη προς τον άξονα τού κυλίνδρου, η οποία βοηθάει την… …   Dictionary of Greek

  • εὐθυντηρίας — εὐθυντηρίᾱς , εὐθυντήριος making straight fem acc pl εὐθυντηρίᾱς , εὐθυντήριος making straight fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπευθυντηρία — η / ὑπευθυντηρία, ΝΑ (αρχαιολ. αρχιτ.) το μέρος οικοδομήματος πάνω στο οποίο στηρίζεται η ευθυντηρία, κρηπίδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εὐθυντηρία «επίστρωμα στο οποίο στηρίζεται η κρηπίδα αρχαίου ναού»] …   Dictionary of Greek

  • Euthynterie — Der Unterbau des griechischen Tempels Die Euthynterie (ἡ εὐθυντηρία, von gr. euthynein ‚gerade machen‘), deutsch Richtschicht, ist die oberste Schicht des Stereobats, des Fundaments der griechischen Tempel. Diese Schicht ragt teilweise, meist… …   Deutsch Wikipedia

  • Richtschicht — Der Unterbau des griechischen Tempels Die Euthynterie (ἡ εὐθυντηρία, von gr. euthynein ‚gerade machen‘), deutsch Richtschicht, ist die oberste Schicht des Stereobats, des Fundaments der griechischen Tempel. Diese Schicht ragt teilweise, meist… …   Deutsch Wikipedia

  • ευθυντήριος — ία, ον βλ. ευθυντηρία …   Dictionary of Greek

  • οδηγητής — ο, θηλ. οδηγήτρια και οδηγήτρα (ΑΜ ὁδηγητήρ, ῆρος) αυτός που οδηγεί, οδηγός / νεοελλ. 1. ο καθοδηγητής, ο ηγέτης 2. το θηλ. η οδηγήτρια α) σταθερή γραμμή ή καμπύλη η οποία χρησιμεύει ως οδηγός για την περιγραφή καμπύλης ή επιφάνειας β) τεχνολ. ο… …   Dictionary of Greek

  • οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… …   Dictionary of Greek

  • κρηπίδωμα ή κρηπίδα — Ονομασία, στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, του βάθρου πάνω στο οποίο οικοδομείται ένα μνημειακό κτίσμα. Το κ. αποτελείται από τρεις αναβαθμούς (σκαλοπάτια) με διαστάσεις μεγαλύτερες των κανονικών. Ο ανώτερος αναβαθμός αποκαλείται στυλοβάτης,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»