-
1 ευθυδρομηθήναι
-
2 εὐθυδρομηθῆναι
См. также в других словарях:
εὐθυδρομηθῆναι — εὐθυδρομέω run a straight course aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευθυδρομηθήναι
2 εὐθυδρομηθῆναι
εὐθυδρομηθῆναι — εὐθυδρομέω run a straight course aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)